καρδιοχειρουργός

καρδιοχειρουργός
ο
χειρουργός ειδικευμένος στις εγχειρήσεις της καρδιάς και των αρτηριών που την τροφοδοτούν.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • καρδιοχειρουργός — ο, η ιατρ. γιατρός ειδικός στην καρδιοχειρουργική …   Dictionary of Greek

  • έργο — (Φυσ.). Στη φυσική, μπορούμε να ορίσουμε το έ. μιας δύναμης αν ξεκινήσουμε από μια απλή περίπτωση, κατά την οποία ένα υλικό σώμα αμελητέων διαστάσεων, πάνω στο οποίο εφαρμόζεται μια σταθερή δύναμη, επιτελεί μια ευθύγραμμη μετατόπιση κατά μια… …   Dictionary of Greek

  • καρδι(ο)- — (AM καρδι[ο] ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό αναφέρεται ή ανήκει ή έχει σχέση με την καρδιά. Σπανιότατα μπορεί να εκληφθεί και ως επιτατικό (πρβλ. καρδιοδα[γ]κάνω «δαγκώνω δυνατά»).Σύνθετα με α συνθετικό καρδι(ο) : καρδιαλγής …   Dictionary of Greek

  • καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… …   Dictionary of Greek

  • Γιακούμπ, Μαγκντί Χαμπίμπ, σερ — (Κάιρο 1935 –). Αιγύπτιος καρδιοχειρουργός. Σπούδασε στην ιατρική σχολή του πανεπιστημίου του Καΐρου και συμπλήρωσε τις σπουδές του στο British Heart Foundation. Ειδικεύτηκε στην καρδιοχειρουργική και ασχολήθηκε ιδιαίτερα με τη μεταμόσχευση… …   Dictionary of Greek

  • πολυξάκουστος — πολυξάκουστος, η, ο και πολυξακουσμένος, η, ο ο πολύ ξακουστός, ο περίφημος, ο πολυθρύλητος, ο πολυφημισμένος: Ο πολυξάκουστος καρδιοχειρουργός Μπάρναρντ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”